- σαμβυκιστής
- ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ(στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμβυκιστρίας — σαμβῡκιστρίᾱς , σαμβυκιστής player on the fem acc pl σαμβῡκιστρίᾱς , σαμβυκιστής player on the fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκιστάς — σαμβῡκιστά̱ς , σαμβυκιστής player on the masc acc pl σαμβῡκιστά̱ς , σαμβυκιστής player on the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκίστρια — η, ΝΑ βλ. σαμβυκιστής … Dictionary of Greek
σαμβυκισταί — σαμβῡκισταί , σαμβυκιστής player on the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκιστρίαις — σαμβῡκιστρίαις , σαμβυκιστής player on the fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκίστριαι — σαμβῡκίστριαι , σαμβυκιστής player on the fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβυκίστριαν — σαμβῡκίστριαν , σαμβυκιστής player on the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)